- καταστοχασμός
- καταστοχ-ασμός, ὁ,A conjecture, D.S.1.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταστοχασμός — καταστοχασμός, ὁ (Α) [καταστοχάζω] υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα … Dictionary of Greek
καταστοχασμούς — καταστοχασμός conjecture masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστοχασμόν — καταστοχασμός conjecture masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστόχασις — καταστόχασις, άσεως, ἡ (Μ) [καταστοχάζω] καταστοχασμός* … Dictionary of Greek